ὀπισθίας

ὀπισθίας
ὀπισθίᾱς , ὀπίσθιος
hinder
fem acc pl
ὀπισθίᾱς , ὀπίσθιος
hinder
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ισχιομηρικός — ή, ό φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» ο σύνδεσμος τής οπίσθιας πλευράς τού αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή τού μηρού προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοιλιοπηξία — η ιατρ. η χειρουργική στερέωση τής μήτρας με ραφή τού εμπρόσθιου τοιχώματός της στην οπίσθια επιφάνεια τών μυών τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος σε περιπτώσεις οπίσθιας κάμψης τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοσπλαγχνικός — ή, ό ανατ. φρ. «οπισθοσπλαγχνικό διάστημα» το διάστημα μεταξύ τής προσπονδυλικής περιτονίας και τής οπίσθιας επιφάνειας τού οισοφάγου, αλλ. προσπονδυλικό διάστημα …   Dictionary of Greek

  • οπισθοστερνικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται ή εντοπίζεται στο πρόσθιο μεσοπνευμόνιο μεταξύ τής οπίσθιας επιφάνειας τού στέρνου και τής καρδιάς («οπισθοστερνικός πόνος τής στηθάγχης») …   Dictionary of Greek

  • παράκεντρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο 2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρο μαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων 3. φρ. «παράκεντρο… …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλιδονωτιαίος — α, ο φρ. «παρεγκεφαλιδονωτιαία δεξαμενή» ανατ. διεύρυνση τού υπαραχνοειδούς χώρου τών μηνίγγων μεταξύ τής κάτω επιφάνειας τής παρεγκεφαλίδας και τής οπίσθιας επιφάνειας τού προμήκους μυελού, η οποία περιέχει εγκεφαλονωτιαίο υγρό …   Dictionary of Greek

  • ριζαλγία — και ριζιδαλγία, η, Ν ιατρ. νευραλγία που προκαλείται από ερεθισμό τής οπίσθιας ρίζας ενός ή περισσότερων νωτιαίων νεύρων, η οποία γίνεται αισθητή στα δερμοτόμια που αντιστοιχούν στις πάσχουσες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτομή — και ριζοτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική διατομή τής οπίσθιας ή πρόσθιας ρίζας ενός νωτιαίου νεύρου για την απαλλαγή από ενοχλητικούς χρόνιους πόνους ή από μια σπαστική παράλυση, αντίστοιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizotomy (< ῥίζα + …   Dictionary of Greek

  • ρομβοειδής — ές / ῥομβοειδής, ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με ρόμβο, αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. «ρομβοειδές σχήμα» τετράπλευρο που έχει τις απέναντι μόνο πλευρές και γωνίες ίσες 3. φρ. «ρομβοειδές στερεό(ν)» στερεό σχήμα που αποτελείται από δύο κώνους ενωμένους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”